- καταιγίδος
- καταιγίςsquall descending from abovefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
боурѧ — БОУР|Ѧ (120), Ѣ ( Ѧ) с. Буря: слава бо земльна˫а роугаѥть сѩ любѩштиимъ ю. припахноувъши бо въ мало времѩ чл҃вкоу. ˫ако боурѩ вѣтрьнѩ˫а. Изб 1076, 33 об.; вънезапоу приде боурѩ люта и пагоубьна. (καταιγίς) ЖФСт XII, 101 об.; ˫ако опростиша… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενθαλασσεύω — ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α) 1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος 2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω 3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους]… … Dictionary of Greek